infirmity
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɪnˈfɜːməti/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
infirmity | infirmities |
infirmity (en)
- φυσική ή πνευματική αδυναμία
Συνώνυμα επεξεργασία
αδυναμία - ευπάθεια |
ασθένεια - ασθενικότητα |
αδυναμία - δισταγμός - αναποφασιστικότητα |