indiĝeno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- indiĝeno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | indiĝeno | indiĝenoj |
αιτιατική | indiĝenon | indiĝenojn |
indiĝeno (eo)
- ο ιθαγενής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | indiĝeno | indiĝenoj |
αιτιατική | indiĝenon | indiĝenojn |
indiĝeno (eo)