ενικός         πληθυντικός  
indétermination indéterminations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

indétermination (fr) θηλυκό

  1. το απροσδιόριστο
  2. η αναποφασιστικότητα
  3. η ακαθοριστία, το ακαθόριστο