Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

incirconcis < in- + circoncis

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό incirconcis incirconciss
θηλυκό incirconcise incirconcises

incirconcis (fr)

  1. που δεν έχει υποστεί περιτομή
  2. (θρησκεία) (για τους Εβραίους) που δεν ανήκει στον εβραϊκό λαό