in the red
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαin the red (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) είμαι μείον, τα έξοδά μου είναι περισσότερα από τα έσοδα
- ⮡ This month I’m twenty thousand in the red.
- Αυτό το μήνα είμαι μείον είκοσι χιλιάδες.
- ⮡ This month I’m twenty thousand in the red.