Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΈκφρασηΕπεξεργασία

in propria persona (en)

  • (νομικός όρος) για τον κατηγορούμενο που υπερσπίζεται ο ίδιος τον εαυτό του σε δίκη χωρίς συνήγορο

ΤαυτόσημοΕπεξεργασία