Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.pa.ʁabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
imparable imparables

imparable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ακαταμάχητος
  2. αναπόφευκτος