imbecilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- imbecilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | imbecilo | imbeciloj |
αιτιατική | imbecilon | imbecilojn |
imbecilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | imbecilo | imbeciloj |
αιτιατική | imbecilon | imbecilojn |
imbecilo (eo)