imbattable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.ba.tabl/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
imbattable | imbattables |
imbattable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
imbattable | imbattables |
imbattable (fr) αρσενικό ή θηλυκό