iktero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- iktero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | iktero | ikteroj |
αιτιατική | ikteron | ikterojn |
iktero (eo)
- ο ίκτερος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | iktero | ikteroj |
αιτιατική | ikteron | ikterojn |
iktero (eo)