homographique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɔ.mɔ.ɡʁa.fik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
homographique | homographiques |
homographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
homographique | homographiques |
homographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό