Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

homme-orchestre < homme + orchestre

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɔm‿ɔʁ.kɛstʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
homme-orchestre hommes-orchestres

homme-orchestre (fr) αρσενικό

  1. μουσικός που παίζει πολλά όργανα στα πανηγύρια
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος που μπορεί να κάνει πολλές δουλειές σε κάποιον τομέα ή επιχείρηση