Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɔ.me.ʁik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
homérique homériques

homérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό