hipotensio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- hipotensio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hipotensio | hipotensioj |
αιτιατική | hipotension | hipotensiojn |
hipotensio (eo)
- η υπόταση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hipotensio | hipotensioj |
αιτιατική | hipotension | hipotensiojn |
hipotensio (eo)