hernio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- hernio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hernio | hernioj |
αιτιατική | hernion | herniojn |
hernio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hernio | hernioj |
αιτιατική | hernion | herniojn |
hernio (eo)