hermine
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hermine | hermines |
hermine (fr) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) η ερμίνα
- (κατ’ επέκταση) το δέρμα, η προβιά της ερμίνας
- (εραλδική) ένα από τα δύο δέρματα ενός οικοσήμου