Ουσιαστικό

επεξεργασία

hedging (en)

  • το να προνοείς/να λαμβάνεις μέτρα για ενδεχόμενο κακό, μηχανισμός προνοητικής άμυνας για δυνητική επίθεση που δεν έχει ακόμη συμβεί