healthcare
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhealthcare (en) (μη μετρήσιμο)
- η υγειονομική περίθαλψη, οι υπηρεσίες που παρέχουν ιατρική περίθαλψη
- ⮡ Healthcare in our country has improved in recent years.
- Η υγειονομική περίθαλψη στη χώρα μας έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια.
- ⮡ Private clinics offer fast healthcare, but at a higher cost.
- Οι ιδιωτικές κλινικές προσφέρουν γρήγορη υγειονομική περίθαλψη, αλλά με υψηλότερο κόστος.
- ⮡ Citizens have the right to healthcare regardless of their financial situation.
- Οι πολίτες έχουν δικαίωμα στην υγειονομική περίθαλψη ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης.
- ⮡ The government is restructuring the healthcare system to make it more efficient.
- Η κυβέρνηση αναδιαρθρώνει το σύστημα υγείας για να γίνει πιο αποτελεσματικό.
- ⮡ Healthcare in our country has improved in recent years.