Ετυμολογία

επεξεργασία
have something on good authority < → δείτε τις λέξεις have, something, on, good και authority

  Έκφραση

επεξεργασία

have something on good authority (en)

  • (ιδιωματισμός) έχω (γνωρίζω) κάτι από καλή πηγή
    ⮡  I have it on good authority that the president will step down.
    Το έχω/γνωρίζω από καλή πηγή ότι ο πρόεδρος θα παραιτηθεί.