handler
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
handler (en)
- χειριστής
- (προγραμματισμός) πρόγραμμα (υποπρόγραμμα, συνάρτηση) που εκτελείται μετά από συμβάν (event handler) ή εξαίρεση (exception handler), πρόγραμμα που αναλαμβάνει την διαχείριση κάποιας κατάστασης
Συγγενικά επεξεργασία
Υπώνυμα επεξεργασία
πληροφορική:
Δείτε επίσης επεξεργασία
- handler στην αγγλική Βικιπαίδεια