hamstro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- hamstro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hamstro | hamstroj |
αιτιατική | hamstron | hamstrojn |
hamstro (eo)
- (θηλαστικό ζώο) το χάμστερ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hamstro | hamstroj |
αιτιατική | hamstron | hamstrojn |
hamstro (eo)