Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
guerrière guerrières

guerrière (fr)

  1. θηλυκό του guerrier, η πολεμίστρα

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
guerrière guerrières

guerrière (fr)

  1. θηλυκό του guerrier