growing pains
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
growing pains (en) μόνο στον πληθυντικό
- πόνοι ανάπτυξης (συνήθως για περίοδο ταχείας ανάπτυξης πχ για παιδιά από 3 έως 12 ετών)
- (μεταφορικά) για παρενέργειες ταχείας (οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, πολιτισμικής κτλ) ανάπτυξης ή βελτιωτικής μεταβολής
Δείτε επίσης επεξεργασία
- growing pains στην αγγλική Βικιπαίδεια