Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις growing και pain

  Ουσιαστικό επεξεργασία

growing pains (en) μόνο στον πληθυντικό

  1. πόνοι ανάπτυξης (συνήθως για περίοδο ταχείας ανάπτυξης πχ για παιδιά από 3 έως 12 ετών)
  2. (μεταφορικά) για παρενέργειες ταχείας (οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, πολιτισμικής κτλ) ανάπτυξης ή βελτιωτικής μεταβολής

Δείτε επίσης επεξεργασία