grievous
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
grievous < grieve < μέση αγγλική greven < παλαιά γαλλική grever < λατινική gravō (επιβαρύνω)
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
grievous (en)
grievous < grieve < μέση αγγλική greven < παλαιά γαλλική grever < λατινική gravō (επιβαρύνω)
grievous (en)