grecale
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- grecale < υστερολατινική graecalis
Επίθετο επεξεργασία
grecale (it)
Ουσιαστικό επεξεργασία
grecale (it) αρσενικό (πληθυντικός grecali)
Πηγές επεξεργασία
- grecale - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).