grandine
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
grandine (it) θηλυκό (πληθυντικός grandini)
- (μετεωρολογία) το χαλάζι
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- grandine - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).