Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

goo (en)

  1. κολλώδης ουσία (συνήθως συνάμα γλοιώδης)
  2. υπερβολικό συναίσθημα και η έκφραση αυτού