ενικός         πληθυντικός  
general strike general strikes

Ετυμολογία

επεξεργασία
general strike <  δείτε τις λέξεις general και strike

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

general strike (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία