general strike
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
general strike | general strikes |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
general strike (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
general strike στην αγγλική Βικιπαίδεια