gander
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- gander < μέση αγγλική gandre < αγγλοσαξονικά gandra / ganra < πρωτογερμανική *ganzô < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰh₂éns- (χήνα)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgander (en)
- (πτηνό) αρσενική χήνα, χήνος
- (μεταφορικά) αφελής, ανόητος
- (μεταφορικά) άντρας, αρσενικό
- (μεταφορικά, ιδιωματισμός) άντρας που ζει χωριστά από τη γυναίκα του
- (ιδιωματισμός) κοίταγμα, ματιά