gabegie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- gabegie < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gabegie | gabegies |
gabegie (fr) θηλυκό
- ακαταστασία που προκαλείται από κακή διοίκηση
ενικός | πληθυντικός |
gabegie | gabegies |
gabegie (fr) θηλυκό