gémeau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gémeau | gémeaux |
θηλυκό | gémelle | gémelles |
gémeau (fr)
- (παρωχημένο) δίδυμος
- → δείτε τη λέξη jumeau
- αστρονομία → δείτε τη λέξη Gémeaux