gâche
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- gâche < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gâche | gâches |
gâche (fr) θηλυκό
- μεταλλικό εξάρτημα μέσα στο οποίο μπαίνει η γλώσσα μιας κλειδαριάς ή ενός παραθύρου
Συγγενικά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- gâche < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
gâche | gâches |
gâche (fr) θηλυκό