Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

furlough (en)

  • η άδεια (για απουσία ή διακοπές, ιδιαίτερα για κάποιον στρατιωτικό ή φυλακισμένο)
  • το έγγραφο που παρέχει την άδεια αυτή

  Ρήμα επεξεργασία

furlough (en)