Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επιφώνημα επεξεργασία

fudge (en)

  • (έκφραση δυσπιστίας ή ενόχλησης) χαζομάρες! μαλακίες!

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fudge fudges

fudge (en)

  1. καραμέλα γάλακτος, κρεμώδης καραμέλα
  2. κουκούλωμα υπόθεσης ή προβλήματος

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας fudge
γ΄ ενικό ενεστώτα fudges
αόριστος fudged
παθητική μετοχή fudged
ενεργητική μετοχή fudging

fudge (en)

Εκφράσεις επεξεργασία