ftizo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ftizo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ftizo | ftizoj |
αιτιατική | ftizon | ftizojn |
ftizo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ftizo | ftizoj |
αιτιατική | ftizon | ftizojn |
ftizo (eo)