fringant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fringant | fringants |
θηλυκό | fringante | fringantes |
Επίθετο
επεξεργασίαfringant (fr)
- (για άλογα) ζωηρός, γεμάτος ζωντάνια
- (για ανθρώπους) χαριτωμένος, ευχάριστος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fringant | fringants |
θηλυκό | fringante | fringantes |
fringant (fr)