Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. πειρατεία
  2. πειρατικό ανέβασμα μη αδειοδοτημένων αρχείων
  3. (μεταφορικά) κραιπάλη