frakturo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- frakturo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frakturo | frakturoj |
αιτιατική | frakturon | frakturojn |
frakturo (eo)
- το κάταγμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frakturo | frakturoj |
αιτιατική | frakturon | frakturojn |
frakturo (eo)