Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fouetté < fouetter

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fwe.te/

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fouetté fouettés
θηλυκό fouettée fouettées

fouetté (fr)

crème fouettée

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fouetté fouettés

fouetté (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  fouet