fornelo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fornelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fornelo | forneloj |
αιτιατική | fornelon | fornelojn |
fornelo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fornelo | forneloj |
αιτιατική | fornelon | fornelojn |
fornelo (eo)