Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

foriĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα foriĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας foriĝas foriĝanta foriĝata
αόριστος foriĝis foriĝinta foriĝita
μέλλοντας foriĝos foriĝonta foriĝota
υποθετική foriĝus - -
προστακτική foriĝu - -

foriĝi (eo)