fokuso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fokuso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fokuso | fokusoj |
αιτιατική | fokuson | fokusojn |
fokuso (eo)
- η εστία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fokuso | fokusoj |
αιτιατική | fokuson | fokusojn |
fokuso (eo)