finstacio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | finstacio | finstacioj |
αιτιατική | finstacion | finstaciojn |
finstacio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | finstacio | finstacioj |
αιτιατική | finstacion | finstaciojn |
finstacio (eo)