filtrilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | filtrilo | filtriloj |
αιτιατική | filtrilon | filtrilojn |
filtrilo (eo)
- το φίλτρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | filtrilo | filtriloj |
αιτιατική | filtrilon | filtrilojn |
filtrilo (eo)