ενικός         πληθυντικός  
fence sitter fence sitters

Ετυμολογία

επεξεργασία
fence sitter < fence + sitter (< sit), από τον ιδιωματισμό sit on the fence

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

fence sitter (en)

  1. το άτομο που διστάζει να λάβει θέση σε ένα ζήτημα, που είναι ουδέτερο ή αναποφάσιστο μεταξύ δυο απόψεων, είτε διότι δεν μπορεί να διαμορφώσει γνώμη, είτε διότι, για διάφορους λόγους, αποφεύγει να υποστηρίξει τη μια ή την άλλη πλευρά
  2. (δυνητικά μειωτικό) αμφιφυλόφιλος ή πρόσωπο με ακαθόριστο σεξουαλικό προσανατολισμό

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • fence-sitter

Συγγενικά

επεξεργασία