femuro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- femuro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | femuro | femuroj |
αιτιατική | femuron | femurojn |
femuro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | femuro | femuroj |
αιτιατική | femuron | femurojn |
femuro (eo)