fazeolo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fazeolo | fazeoloj |
αιτιατική | fazeolon | fazeolojn |
fazeolo (eo)
- το φασόλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fazeolo | fazeoloj |
αιτιατική | fazeolon | fazeolojn |
fazeolo (eo)