Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fa.tʁa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fatras fatrass

fatras (fr) αρσενικό

  1. ο σωρός
  2. το συνονθύλευμα