fasko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fasko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fasko | faskoj |
αιτιατική | faskon | faskojn |
fasko (eo)
- η αρμαθιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fasko | faskoj |
αιτιατική | faskon | faskojn |
fasko (eo)