farĉo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- farĉo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | farĉo | farĉoj |
αιτιατική | farĉon | farĉojn |
farĉo (eo)
- η γέμιση φαγητού
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | farĉo | farĉoj |
αιτιατική | farĉon | farĉojn |
farĉo (eo)